- Λεῦκτρον
- Λεῦκτρονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεῦκτρα — Λεῦκτρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκτροις — Λεῦκτρον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκτρου — Λεῦκτρον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκτρων — Λεῦκτρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκτρῳ — Λεῦκτρον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LEUCTRUM — s. AE, Laconicae urbs in Peloponneso ad sinum Messeniacum. Strabo l. 8. p. 361. Ptol. Maina Nigro. Istesia Moletio. Plutarch. in Peploida ad mare fuisse docet, Καὶ τῆς Λακωνικῆς πολίχνιον πρὸς τῆ θαλάττῃ Λεῦκτρον ὀνομάζεται. Baudr quoque nunc… … Hofmann J. Lexicon universale
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek